Χουκ, Ρόμπερτ

Χουκ, Ρόμπερτ
(Hooke, Νήσος του Ουάιτ 1635 – Λονδίνο 1703). Άγγλος επιστήμονας. Σπούδασε στην Οξφόρδη όπου έγινε βοηθός του Μπόιλ. Εργάστηκε ως ερευνητής στη Βασιλική Εταιρεία και ονομάστηκε γραμματέας της. Τέλος, του ανέθεσαν την έδρα της γεωμετρίας στο Gresham College (1665). Ο X. μελέτησε την ελαστικότητα των στερεών και διετύπωσε τον νόμο που φέρει το όνομά του, σύμφωνα με τον οποίο οι ελαστικές παραμορφώσεις, αν είναι μικρές, είναι ανάλογες προς την παραμορφώνουσα δύναμη: Ut tensio sic vis. Στην οπτική έκανε πειράματα πάνω σε λεπτά πλακίδια, αλλά δεν κατόρθωσε να ερμηνεύσει την αιτία της περίθλασης. Υποστήριξε την κυματική θεωρία του φωτός που μόλις τότε είχε εισαχθεί και ακόμα δεν ερμηνεύτηκε, ερχόμενος σε αντίθεση με τον Νεύτωνα. Είχε προικιστεί με μεγάλη ικανότητα για τη μηχανική, επινόησε πολυάριθμες συσκευές και μηχανισμούς. Ασχολήθηκε με την κατασκευή ρολογιών –για την εποχή εκείνη είχε μεγάλη σημασία ο ακριβής προσδιορισμός της ώρας για τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους– εφαρμόζοντας το σπειροειδές ελατήριο για τη στροφική ταλάντωση ενός τροχού. Στην αστρονομία έκανε παρατηρήσεις επί των ηλιακών κηλίδων, επί της Σελήνης, του Δία και του δακτυλίου του Κρόνου. Μέτρησε την επιτάχυνση της βαρύτητας διαμέσου του εκκρεμούς και προέβλεψε τον νόμο της παγκόσμιας έλξης διεκδικώντας την προτεραιότητα από τον Νεύτωνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μπόιλ, Ρόμπερτ — (Robert Boyle, Λίσμορκασλ 1627 – Λονδίνο 1691). Ιρλανδός χημικός. Σπούδασε στο Ίτον, φοίτησε στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά κέντρα και διέμεινε αρκετό διάστημα στην Ελβετία και στη Φλωρεντία, όπου ασχολήθηκε εκτενέστερα με τις εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιολογία — Η επιστήμη που μελετά τους βιολογικούς και ανοσοβιολογικούς χαρακτήρες των βακτηριδίων. Η ύπαρξη πολύ μικρών οργανισμών, ικανών να προκαλέσουν και να μεταδώσουν λοιμώδη νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα και στα φυτά, άρχισε να απασχολεί τον 16o… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”